Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συζυμόω
σύζυξ
σύζωμα
συζώννυμι
συζωοποιέω
συηβόλος
συΐδιον
συκάζω
συκαλίς
συκαμίνινος
συκαμινοακάνθινος
συκάμινον
συκάμινος
συκαμινώδης
συκάριον
συκάσιος
συκέα
συκέη
συκεών
συκῆ
συκίδιον
View word page
συκαμινοακάνθινος
growing
ShortDef
growing
Debugging
Headword:
συκαμινοακάνθινος
Headword (normalized):
συκαμινοακάνθινος
Headword (normalized/stripped):
συκαμινοακανθινος
IDX:
82842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82843
Key:
Data
{'content': 'growing'}