Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συζοφόω
συζυγέω
συζυγής
συζυγία
συζύγιος
σύζυγος
συζυμόω
σύζυξ
σύζωμα
συζώννυμι
συζωοποιέω
συηβόλος
συΐδιον
συκάζω
συκαλίς
συκαμίνινος
συκαμινοακάνθινος
συκάμινον
συκάμινος
συκαμινώδης
συκάριον
View word page
συζωοποιέω
to quicken together with

ShortDef

to quicken together with

Debugging

Headword:
συζωοποιέω
Headword (normalized):
συζωοποιέω
Headword (normalized/stripped):
συζωοποιεω
IDX:
82836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82837
Key:

Data

{'content': 'to quicken together with'}