Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συζήω
συζοφόω
συζυγέω
συζυγής
συζυγία
συζύγιος
σύζυγος
συζυμόω
σύζυξ
σύζωμα
συζώννυμι
συζωοποιέω
συηβόλος
συΐδιον
συκάζω
συκαλίς
συκαμίνινος
συκαμινοακάνθινος
συκάμινον
συκάμινος
συκαμινώδης
View word page
συζώννυμι
gird together, gird up

ShortDef

gird together, gird up

Debugging

Headword:
συζώννυμι
Headword (normalized):
συζώννυμι
Headword (normalized/stripped):
συζωννυμι
IDX:
82835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82836
Key:

Data

{'content': 'gird together, gird up'}