Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συζητητής
συζητητικός
συζήω
συζοφόω
συζυγέω
συζυγής
συζυγία
συζύγιος
σύζυγος
συζυμόω
σύζυξ
σύζωμα
συζώννυμι
συζωοποιέω
συηβόλος
συΐδιον
συκάζω
συκαλίς
συκαμίνινος
συκαμινοακάνθινος
συκάμινον
View word page
σύζυξ
yoked together, married

ShortDef

yoked together, married

Debugging

Headword:
σύζυξ
Headword (normalized):
σύζυξ
Headword (normalized/stripped):
συζυξ
IDX:
82833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82834
Key:

Data

{'content': 'yoked together, married'}