Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συζήτησις
συζητητής
συζητητικός
συζήω
συζοφόω
συζυγέω
συζυγής
συζυγία
συζύγιος
σύζυγος
συζυμόω
σύζυξ
σύζωμα
συζώννυμι
συζωοποιέω
συηβόλος
συΐδιον
συκάζω
συκαλίς
συκαμίνινος
συκαμινοακάνθινος
View word page
συζυμόω
leaven, make to ferment

ShortDef

leaven, make to ferment

Debugging

Headword:
συζυμόω
Headword (normalized):
συζυμόω
Headword (normalized/stripped):
συζυμοω
IDX:
82832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82833
Key:

Data

{'content': 'leaven, make to ferment'}