Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συζευκτέον
συζευκτικός
σύζευξις
συζέω
σύζησις
συζητέω
συζήτησις
συζητητής
συζητητικός
συζήω
συζοφόω
συζυγέω
συζυγής
συζυγία
συζύγιος
σύζυγος
συζυμόω
σύζυξ
σύζωμα
συζώννυμι
συζωοποιέω
View word page
συζοφόω
to darken utterly
ShortDef
to darken utterly
Debugging
Headword:
συζοφόω
Headword (normalized):
συζοφόω
Headword (normalized/stripped):
συζοφοω
IDX:
82826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82827
Key:
Data
{'content': 'to darken utterly'}