Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγχυτρόω
συγχωλαίνω
συγχωνεύω
συγχώννυμι
συγχωρέω
συγχώρημα
συγχώρησις
συγχωρητέος
συγχωρητικός
συγχωρία
συγχωρίζω
σύγχωρος
σύγχωσις
σύδην
σύειος
Συέννεσις
συζεύγνυμι
συζευκτέον
συζευκτικός
σύζευξις
συζέω
View word page
συγχωρίζω
separate

ShortDef

separate

Debugging

Headword:
συγχωρίζω
Headword (normalized):
συγχωρίζω
Headword (normalized/stripped):
συγχωριζω
IDX:
82809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82810
Key:

Data

{'content': 'separate'}