Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύγχροος
συγχρῴζω
συγχρῶτα
συγχρωτίζομαι
συγχυλόομαι
σύγχυμος
συγχύνω
σύγχυσις
συγχυσμός
συγχυτικός
συγχυτρόω
συγχωλαίνω
συγχωνεύω
συγχώννυμι
συγχωρέω
συγχώρημα
συγχώρησις
συγχωρητέος
συγχωρητικός
συγχωρία
συγχωρίζω
View word page
συγχυτρόω
become dilapidated

ShortDef

become dilapidated

Debugging

Headword:
συγχυτρόω
Headword (normalized):
συγχυτρόω
Headword (normalized/stripped):
συγχυτροω
IDX:
82799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82800
Key:

Data

{'content': 'become dilapidated'}