Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγχρονισμός
σύγχρονος
σύγχροος
συγχρῴζω
συγχρῶτα
συγχρωτίζομαι
συγχυλόομαι
σύγχυμος
συγχύνω
σύγχυσις
συγχυσμός
συγχυτικός
συγχυτρόω
συγχωλαίνω
συγχωνεύω
συγχώννυμι
συγχωρέω
συγχώρημα
συγχώρησις
συγχωρητέος
συγχωρητικός
View word page
συγχυσμός
pouring
ShortDef
pouring
Debugging
Headword:
συγχυσμός
Headword (normalized):
συγχυσμός
Headword (normalized/stripped):
συγχυσμος
IDX:
82797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82798
Key:
Data
{'content': 'pouring'}