Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγχρονίζω
συγχρονισμός
σύγχρονος
σύγχροος
συγχρῴζω
συγχρῶτα
συγχρωτίζομαι
συγχυλόομαι
σύγχυμος
συγχύνω
σύγχυσις
συγχυσμός
συγχυτικός
συγχυτρόω
συγχωλαίνω
συγχωνεύω
συγχώννυμι
συγχωρέω
συγχώρημα
συγχώρησις
συγχωρητέος
View word page
σύγχυσις
a commixture, confusion

ShortDef

a commixture, confusion

Debugging

Headword:
σύγχυσις
Headword (normalized):
σύγχυσις
Headword (normalized/stripped):
συγχυσις
IDX:
82796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82797
Key:

Data

{'content': 'a commixture, confusion'}