Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγχρονέω
συγχρονίζω
συγχρονισμός
σύγχρονος
σύγχροος
συγχρῴζω
συγχρῶτα
συγχρωτίζομαι
συγχυλόομαι
σύγχυμος
συγχύνω
σύγχυσις
συγχυσμός
συγχυτικός
συγχυτρόω
συγχωλαίνω
συγχωνεύω
συγχώννυμι
συγχωρέω
συγχώρημα
συγχώρησις
View word page
συγχύνω
to confound

ShortDef

to confound

Debugging

Headword:
συγχύνω
Headword (normalized):
συγχύνω
Headword (normalized/stripped):
συγχυνω
IDX:
82795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82796
Key:

Data

{'content': 'to confound'}