Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγχριστέον
συγχριστός
συγχρίω
συγχρονέω
συγχρονίζω
συγχρονισμός
σύγχρονος
σύγχροος
συγχρῴζω
συγχρῶτα
συγχρωτίζομαι
συγχυλόομαι
σύγχυμος
συγχύνω
σύγχυσις
συγχυσμός
συγχυτικός
συγχυτρόω
συγχωλαίνω
συγχωνεύω
συγχώννυμι
View word page
συγχρωτίζομαι
to be in (skin-on-skin) contact with
ShortDef
to be in (skin-on-skin) contact with
Debugging
Headword:
συγχρωτίζομαι
Headword (normalized):
συγχρωτίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συγχρωτιζομαι
IDX:
82792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82793
Key:
Data
{'content': 'to be in (skin-on-skin) contact with'}