Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγχρηματισμός
σύγχρησις
συγχρηστηριάζομαι
σύγχρισμα
συγχριστέον
συγχριστός
συγχρίω
συγχρονέω
συγχρονίζω
συγχρονισμός
σύγχρονος
σύγχροος
συγχρῴζω
συγχρῶτα
συγχρωτίζομαι
συγχυλόομαι
σύγχυμος
συγχύνω
σύγχυσις
συγχυσμός
συγχυτικός
View word page
σύγχρονος
contemporaneous
ShortDef
contemporaneous
Debugging
Headword:
σύγχρονος
Headword (normalized):
σύγχρονος
Headword (normalized/stripped):
συγχρονος
IDX:
82788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82789
Key:
Data
{'content': 'contemporaneous'}