Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγχράομαι
συγχρηματίζω
συγχρηματισμός
σύγχρησις
συγχρηστηριάζομαι
σύγχρισμα
συγχριστέον
συγχριστός
συγχρίω
συγχρονέω
συγχρονίζω
συγχρονισμός
σύγχρονος
σύγχροος
συγχρῴζω
συγχρῶτα
συγχρωτίζομαι
συγχυλόομαι
σύγχυμος
συγχύνω
σύγχυσις
View word page
συγχρονίζω
spend some time in

ShortDef

spend some time in

Debugging

Headword:
συγχρονίζω
Headword (normalized):
συγχρονίζω
Headword (normalized/stripped):
συγχρονιζω
IDX:
82786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82787
Key:

Data

{'content': 'spend some time in'}