Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύγχορτος
συγχράομαι
συγχρηματίζω
συγχρηματισμός
σύγχρησις
συγχρηστηριάζομαι
σύγχρισμα
συγχριστέον
συγχριστός
συγχρίω
συγχρονέω
συγχρονίζω
συγχρονισμός
σύγχρονος
σύγχροος
συγχρῴζω
συγχρῶτα
συγχρωτίζομαι
συγχυλόομαι
σύγχυμος
συγχύνω
View word page
συγχρονέω
to be contemporary with

ShortDef

to be contemporary with

Debugging

Headword:
συγχρονέω
Headword (normalized):
συγχρονέω
Headword (normalized/stripped):
συγχρονεω
IDX:
82785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82786
Key:

Data

{'content': 'to be contemporary with'}