Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγχορηγός
σύγχορος
σύγχορτος
συγχράομαι
συγχρηματίζω
συγχρηματισμός
σύγχρησις
συγχρηστηριάζομαι
σύγχρισμα
συγχριστέον
συγχριστός
συγχρίω
συγχρονέω
συγχρονίζω
συγχρονισμός
σύγχρονος
σύγχροος
συγχρῴζω
συγχρῶτα
συγχρωτίζομαι
συγχυλόομαι
View word page
συγχριστός
to be applied as ointment
ShortDef
to be applied as ointment
Debugging
Headword:
συγχριστός
Headword (normalized):
συγχριστός
Headword (normalized/stripped):
συγχριστος
IDX:
82783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82784
Key:
Data
{'content': 'to be applied as ointment'}