Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγχορηγέω
συγχορηγός
σύγχορος
σύγχορτος
συγχράομαι
συγχρηματίζω
συγχρηματισμός
σύγχρησις
συγχρηστηριάζομαι
σύγχρισμα
συγχριστέον
συγχριστός
συγχρίω
συγχρονέω
συγχρονίζω
συγχρονισμός
σύγχρονος
σύγχροος
συγχρῴζω
συγχρῶτα
συγχρωτίζομαι
View word page
συγχριστέον
one must anoint

ShortDef

one must anoint

Debugging

Headword:
συγχριστέον
Headword (normalized):
συγχριστέον
Headword (normalized/stripped):
συγχριστεον
IDX:
82782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82783
Key:

Data

{'content': 'one must anoint'}