Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγχορεύω
συγχορηγέω
συγχορηγός
σύγχορος
σύγχορτος
συγχράομαι
συγχρηματίζω
συγχρηματισμός
σύγχρησις
συγχρηστηριάζομαι
σύγχρισμα
συγχριστέον
συγχριστός
συγχρίω
συγχρονέω
συγχρονίζω
συγχρονισμός
σύγχρονος
σύγχροος
συγχρῴζω
συγχρῶτα
View word page
σύγχρισμα
ointment, salve
ShortDef
ointment, salve
Debugging
Headword:
σύγχρισμα
Headword (normalized):
σύγχρισμα
Headword (normalized/stripped):
συγχρισμα
IDX:
82781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82782
Key:
Data
{'content': 'ointment, salve'}