Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγχορεύτρια
συγχορεύω
συγχορηγέω
συγχορηγός
σύγχορος
σύγχορτος
συγχράομαι
συγχρηματίζω
συγχρηματισμός
σύγχρησις
συγχρηστηριάζομαι
σύγχρισμα
συγχριστέον
συγχριστός
συγχρίω
συγχρονέω
συγχρονίζω
συγχρονισμός
σύγχρονος
σύγχροος
συγχρῴζω
View word page
συγχρηστηριάζομαι
consult an oracle together
ShortDef
consult an oracle together
Debugging
Headword:
συγχρηστηριάζομαι
Headword (normalized):
συγχρηστηριάζομαι
Headword (normalized/stripped):
συγχρηστηριαζομαι
IDX:
82780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82781
Key:
Data
{'content': 'consult an oracle together'}