Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγχορευτής
συγχορεύτρια
συγχορεύω
συγχορηγέω
συγχορηγός
σύγχορος
σύγχορτος
συγχράομαι
συγχρηματίζω
συγχρηματισμός
σύγχρησις
συγχρηστηριάζομαι
σύγχρισμα
συγχριστέον
συγχριστός
συγχρίω
συγχρονέω
συγχρονίζω
συγχρονισμός
σύγχρονος
σύγχροος
View word page
σύγχρησις
common

ShortDef

common

Debugging

Headword:
σύγχρησις
Headword (normalized):
σύγχρησις
Headword (normalized/stripped):
συγχρησις
IDX:
82779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82780
Key:

Data

{'content': 'common'}