Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγχόνδρωσις
συγχορδία
σύγχορδος
συγχορευτής
συγχορεύτρια
συγχορεύω
συγχορηγέω
συγχορηγός
σύγχορος
σύγχορτος
συγχράομαι
συγχρηματίζω
συγχρηματισμός
σύγχρησις
συγχρηστηριάζομαι
σύγχρισμα
συγχριστέον
συγχριστός
συγχρίω
συγχρονέω
συγχρονίζω
View word page
συγχράομαι
to make joint use of, avail oneself of
ShortDef
to make joint use of, avail oneself of
Debugging
Headword:
συγχράομαι
Headword (normalized):
συγχράομαι
Headword (normalized/stripped):
συγχραομαι
IDX:
82776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82777
Key:
Data
{'content': 'to make joint use of, avail oneself of'}