Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγχέω
συγχιλίαρχος
συγχίς
συγχόνδρωσις
συγχορδία
σύγχορδος
συγχορευτής
συγχορεύτρια
συγχορεύω
συγχορηγέω
συγχορηγός
σύγχορος
σύγχορτος
συγχράομαι
συγχρηματίζω
συγχρηματισμός
σύγχρησις
συγχρηστηριάζομαι
σύγχρισμα
συγχριστέον
συγχριστός
View word page
συγχορηγός
a fellow-choragus

ShortDef

a fellow-choragus

Debugging

Headword:
συγχορηγός
Headword (normalized):
συγχορηγός
Headword (normalized/stripped):
συγχορηγος
IDX:
82773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82774
Key:

Data

{'content': 'a fellow-choragus'}