Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγχερσεύω
συγχέω
συγχιλίαρχος
συγχίς
συγχόνδρωσις
συγχορδία
σύγχορδος
συγχορευτής
συγχορεύτρια
συγχορεύω
συγχορηγέω
συγχορηγός
σύγχορος
σύγχορτος
συγχράομαι
συγχρηματίζω
συγχρηματισμός
σύγχρησις
συγχρηστηριάζομαι
σύγχρισμα
συγχριστέον
View word page
συγχορηγέω
to furnish as supplies

ShortDef

to furnish as supplies

Debugging

Headword:
συγχορηγέω
Headword (normalized):
συγχορηγέω
Headword (normalized/stripped):
συγχορηγεω
IDX:
82772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82773
Key:

Data

{'content': 'to furnish as supplies'}