Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγχαλκεύω
συγχαράσσω
συγχαρτικός
συγχαυνόομαι
συγχειλίαι
συγχειμάζω
συγχειρίζω
συγχειρογραφέω
συγχειροπονέω
συγχειροτονέω
συγχειρουργέω
συγχερσεύω
συγχέω
συγχιλίαρχος
συγχίς
συγχόνδρωσις
συγχορδία
σύγχορδος
συγχορευτής
συγχορεύτρια
συγχορεύω
View word page
συγχειρουργέω
to put hand to

ShortDef

to put hand to

Debugging

Headword:
συγχειρουργέω
Headword (normalized):
συγχειρουργέω
Headword (normalized/stripped):
συγχειρουργεω
IDX:
82761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82762
Key:

Data

{'content': 'to put hand to'}