Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγχαλεπαίνω
συγχαλκεύω
συγχαράσσω
συγχαρτικός
συγχαυνόομαι
συγχειλίαι
συγχειμάζω
συγχειρίζω
συγχειρογραφέω
συγχειροπονέω
συγχειροτονέω
συγχειρουργέω
συγχερσεύω
συγχέω
συγχιλίαρχος
συγχίς
συγχόνδρωσις
συγχορδία
σύγχορδος
συγχορευτής
συγχορεύτρια
View word page
συγχειροτονέω
to be elected together with, at the same time

ShortDef

to be elected together with, at the same time

Debugging

Headword:
συγχειροτονέω
Headword (normalized):
συγχειροτονέω
Headword (normalized/stripped):
συγχειροτονεω
IDX:
82760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82761
Key:

Data

{'content': 'to be elected together with, at the same time'}