Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγχαλάω
συγχαλεπαίνω
συγχαλκεύω
συγχαράσσω
συγχαρτικός
συγχαυνόομαι
συγχειλίαι
συγχειμάζω
συγχειρίζω
συγχειρογραφέω
συγχειροπονέω
συγχειροτονέω
συγχειρουργέω
συγχερσεύω
συγχέω
συγχιλίαρχος
συγχίς
συγχόνδρωσις
συγχορδία
σύγχορδος
συγχορευτής
View word page
συγχειροπονέω
do also by manual labour

ShortDef

do also by manual labour

Debugging

Headword:
συγχειροπονέω
Headword (normalized):
συγχειροπονέω
Headword (normalized/stripped):
συγχειροπονεω
IDX:
82759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82760
Key:

Data

{'content': 'do also by manual labour'}