Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγξενιτεύω
συγξέω
συγξηραίνω
συγξύω
συγχαίρω
συγχαλάω
συγχαλεπαίνω
συγχαλκεύω
συγχαράσσω
συγχαρτικός
συγχαυνόομαι
συγχειλίαι
συγχειμάζω
συγχειρίζω
συγχειρογραφέω
συγχειροπονέω
συγχειροτονέω
συγχειρουργέω
συγχερσεύω
συγχέω
συγχιλίαρχος
View word page
συγχαυνόομαι
to be swollen, puffed up

ShortDef

to be swollen, puffed up

Debugging

Headword:
συγχαυνόομαι
Headword (normalized):
συγχαυνόομαι
Headword (normalized/stripped):
συγχαυνοομαι
IDX:
82754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82755
Key:

Data

{'content': 'to be swollen, puffed up'}