Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκωμῳδέω
συγξαίνω
συγξενιτεύω
συγξέω
συγξηραίνω
συγξύω
συγχαίρω
συγχαλάω
συγχαλεπαίνω
συγχαλκεύω
συγχαράσσω
συγχαρτικός
συγχαυνόομαι
συγχειλίαι
συγχειμάζω
συγχειρίζω
συγχειρογραφέω
συγχειροπονέω
συγχειροτονέω
συγχειρουργέω
συγχερσεύω
View word page
συγχαράσσω
lacerate at the same time
ShortDef
lacerate at the same time
Debugging
Headword:
συγχαράσσω
Headword (normalized):
συγχαράσσω
Headword (normalized/stripped):
συγχαρασσω
IDX:
82752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82753
Key:
Data
{'content': 'lacerate at the same time'}