Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύγκωμος
συγκωμῳδέω
συγξαίνω
συγξενιτεύω
συγξέω
συγξηραίνω
συγξύω
συγχαίρω
συγχαλάω
συγχαλεπαίνω
συγχαλκεύω
συγχαράσσω
συγχαρτικός
συγχαυνόομαι
συγχειλίαι
συγχειμάζω
συγχειρίζω
συγχειρογραφέω
συγχειροπονέω
συγχειροτονέω
συγχειρουργέω
View word page
συγχαλκεύω
weld together
ShortDef
weld together
Debugging
Headword:
συγχαλκεύω
Headword (normalized):
συγχαλκεύω
Headword (normalized/stripped):
συγχαλκευω
IDX:
82751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82752
Key:
Data
{'content': 'weld together'}