Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκυρία
συγκυρόω
συγκύρω
συγκωθωνίζομαι
σύγκωλος
συγκωλύω
συγκωμάζω
σύγκωμος
συγκωμῳδέω
συγξαίνω
συγξενιτεύω
συγξέω
συγξηραίνω
συγξύω
συγχαίρω
συγχαλάω
συγχαλεπαίνω
συγχαλκεύω
συγχαράσσω
συγχαρτικός
συγχαυνόομαι
View word page
συγξενιτεύω
live abroad along with

ShortDef

live abroad along with

Debugging

Headword:
συγξενιτεύω
Headword (normalized):
συγξενιτεύω
Headword (normalized/stripped):
συγξενιτευω
IDX:
82744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82745
Key:

Data

{'content': 'live abroad along with'}