Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκύρημα
συγκύρησις
συγκυρία
συγκυρόω
συγκύρω
συγκωθωνίζομαι
σύγκωλος
συγκωλύω
συγκωμάζω
σύγκωμος
συγκωμῳδέω
συγξαίνω
συγξενιτεύω
συγξέω
συγξηραίνω
συγξύω
συγχαίρω
συγχαλάω
συγχαλεπαίνω
συγχαλκεύω
συγχαράσσω
View word page
συγκωμῳδέω
to satirise as in a comedy
ShortDef
to satirise as in a comedy
Debugging
Headword:
συγκωμῳδέω
Headword (normalized):
συγκωμῳδέω
Headword (normalized/stripped):
συγκωμωδεω
IDX:
82742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82743
Key:
Data
{'content': 'to satirise as in a comedy'}