Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκύπτω
συγκυρέω
συγκύρημα
συγκύρησις
συγκυρία
συγκυρόω
συγκύρω
συγκωθωνίζομαι
σύγκωλος
συγκωλύω
συγκωμάζω
σύγκωμος
συγκωμῳδέω
συγξαίνω
συγξενιτεύω
συγξέω
συγξηραίνω
συγξύω
συγχαίρω
συγχαλάω
συγχαλεπαίνω
View word page
συγκωμάζω
march together in a κῶμος
ShortDef
march together in a κῶμος
Debugging
Headword:
συγκωμάζω
Headword (normalized):
συγκωμάζω
Headword (normalized/stripped):
συγκωμαζω
IDX:
82740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82741
Key:
Data
{'content': 'march together in a κῶμος'}