Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκύπτης
συγκύπτω
συγκυρέω
συγκύρημα
συγκύρησις
συγκυρία
συγκυρόω
συγκύρω
συγκωθωνίζομαι
σύγκωλος
συγκωλύω
συγκωμάζω
σύγκωμος
συγκωμῳδέω
συγξαίνω
συγξενιτεύω
συγξέω
συγξηραίνω
συγξύω
συγχαίρω
συγχαλάω
View word page
συγκωλύω
prevent at the same time

ShortDef

prevent at the same time

Debugging

Headword:
συγκωλύω
Headword (normalized):
συγκωλύω
Headword (normalized/stripped):
συγκωλυω
IDX:
82739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82740
Key:

Data

{'content': 'prevent at the same time'}