Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω
συγκυνηγός
συγκυνίζω
συγκύπτης
συγκύπτω
συγκυρέω
συγκύρημα
συγκύρησις
συγκυρία
συγκυρόω
συγκύρω
συγκωθωνίζομαι
σύγκωλος
συγκωλύω
συγκωμάζω
σύγκωμος
συγκωμῳδέω
συγξαίνω
συγξενιτεύω
συγξέω
View word page
συγκυρόω
sanction along with

ShortDef

sanction along with

Debugging

Headword:
συγκυρόω
Headword (normalized):
συγκυρόω
Headword (normalized/stripped):
συγκυροω
IDX:
82735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82736
Key:

Data

{'content': 'sanction along with'}