Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκυλινδέομαι
συγκυλίομαι
συγκυμαίνομαι
συγκυνηγετέω
συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω
συγκυνηγός
συγκυνίζω
συγκύπτης
συγκύπτω
συγκυρέω
συγκύρημα
συγκύρησις
συγκυρία
συγκυρόω
συγκύρω
συγκωθωνίζομαι
σύγκωλος
συγκωλύω
συγκωμάζω
σύγκωμος
View word page
συγκυρέω
to come together by chance
ShortDef
to come together by chance
Debugging
Headword:
συγκυρέω
Headword (normalized):
συγκυρέω
Headword (normalized/stripped):
συγκυρεω
IDX:
82731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82732
Key:
Data
{'content': 'to come together by chance'}