Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκυβευτής
συγκυβεύω
συγκυέομαι
συγκυκάω
συγκυκλέω
συγκυκλίζομαι
συγκυκλόομαι
συγκύκλωψ
συγκυλινδέομαι
συγκυλίομαι
συγκυμαίνομαι
συγκυνηγετέω
συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω
συγκυνηγός
συγκυνίζω
συγκύπτης
συγκύπτω
συγκυρέω
συγκύρημα
συγκύρησις
View word page
συγκυμαίνομαι
to be swollen with a (tidal) wave

ShortDef

to be swollen with a (tidal) wave

Debugging

Headword:
συγκυμαίνομαι
Headword (normalized):
συγκυμαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκυμαινομαι
IDX:
82723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82724
Key:

Data

{'content': 'to be swollen with a (tidal) wave'}