Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκτίστης
συγκτυπέω
συγκυβευτής
συγκυβεύω
συγκυέομαι
συγκυκάω
συγκυκλέω
συγκυκλίζομαι
συγκυκλόομαι
συγκύκλωψ
συγκυλινδέομαι
συγκυλίομαι
συγκυμαίνομαι
συγκυνηγετέω
συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω
συγκυνηγός
συγκυνίζω
συγκύπτης
συγκύπτω
συγκυρέω
View word page
συγκυλινδέομαι
to roll about

ShortDef

to roll about

Debugging

Headword:
συγκυλινδέομαι
Headword (normalized):
συγκυλινδέομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκυλινδεομαι
IDX:
82721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82722
Key:

Data

{'content': 'to roll about'}