Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκτίζω
σύγκτισις
συγκτίστης
συγκτυπέω
συγκυβευτής
συγκυβεύω
συγκυέομαι
συγκυκάω
συγκυκλέω
συγκυκλίζομαι
συγκυκλόομαι
συγκύκλωψ
συγκυλινδέομαι
συγκυλίομαι
συγκυμαίνομαι
συγκυνηγετέω
συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω
συγκυνηγός
συγκυνίζω
συγκύπτης
View word page
συγκυκλόομαι
encircle completely

ShortDef

encircle completely

Debugging

Headword:
συγκυκλόομαι
Headword (normalized):
συγκυκλόομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκυκλοομαι
IDX:
82719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82720
Key:

Data

{'content': 'encircle completely'}