Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκτερεΐζω
σύγκτησις
συγκτήτωρ
συγκτίζω
σύγκτισις
συγκτίστης
συγκτυπέω
συγκυβευτής
συγκυβεύω
συγκυέομαι
συγκυκάω
συγκυκλέω
συγκυκλίζομαι
συγκυκλόομαι
συγκύκλωψ
συγκυλινδέομαι
συγκυλίομαι
συγκυμαίνομαι
συγκυνηγετέω
συγκυνηγέτης
συγκυνηγέω
View word page
συγκυκάω
to confound utterly

ShortDef

to confound utterly

Debugging

Headword:
συγκυκάω
Headword (normalized):
συγκυκάω
Headword (normalized/stripped):
συγκυκαω
IDX:
82716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82717
Key:

Data

{'content': 'to confound utterly'}