Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύγκρουσις
συγκρουστέον
συγκρουστικός
συγκρουστός
συγκρούω
συγκρύπτω
συγκτάομαι
συγκτερεΐζω
σύγκτησις
συγκτήτωρ
συγκτίζω
σύγκτισις
συγκτίστης
συγκτυπέω
συγκυβευτής
συγκυβεύω
συγκυέομαι
συγκυκάω
συγκυκλέω
συγκυκλίζομαι
συγκυκλόομαι
View word page
συγκτίζω
to join with someone in founding or colonizing
ShortDef
to join with someone in founding or colonizing
Debugging
Headword:
συγκτίζω
Headword (normalized):
συγκτίζω
Headword (normalized/stripped):
συγκτιζω
IDX:
82709
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82710
Key:
Data
{'content': 'to join with someone in founding or colonizing'}