Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκροτέω
συγκρότημα
συγκρότησις
συγκροτούσιος
σύγκρουμα
συγκρούσιος
σύγκρουσις
συγκρουστέον
συγκρουστικός
συγκρουστός
συγκρούω
συγκρύπτω
συγκτάομαι
συγκτερεΐζω
σύγκτησις
συγκτήτωρ
συγκτίζω
σύγκτισις
συγκτίστης
συγκτυπέω
συγκυβευτής
View word page
συγκρούω
to strike together

ShortDef

to strike together

Debugging

Headword:
συγκρούω
Headword (normalized):
συγκρούω
Headword (normalized/stripped):
συγκρουω
IDX:
82703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82704
Key:

Data

{'content': 'to strike together'}