Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύγκριτος
συγκροτέω
συγκρότημα
συγκρότησις
συγκροτούσιος
σύγκρουμα
συγκρούσιος
σύγκρουσις
συγκρουστέον
συγκρουστικός
συγκρουστός
συγκρούω
συγκρύπτω
συγκτάομαι
συγκτερεΐζω
σύγκτησις
συγκτήτωρ
συγκτίζω
σύγκτισις
συγκτίστης
συγκτυπέω
View word page
συγκρουστός
struck together

ShortDef

struck together

Debugging

Headword:
συγκρουστός
Headword (normalized):
συγκρουστός
Headword (normalized/stripped):
συγκρουστος
IDX:
82702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82703
Key:

Data

{'content': 'struck together'}