Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκρητίζω
συγκρητισμός
σύγκριμα
συγκρίνω
σύγκρισις
συγκριτέον
συγκριτέος
συγκρίτης
συγκριτικός
σύγκριτος
συγκροτέω
συγκρότημα
συγκρότησις
συγκροτούσιος
σύγκρουμα
συγκρούσιος
σύγκρουσις
συγκρουστέον
συγκρουστικός
συγκρουστός
συγκρούω
View word page
συγκροτέω
to strike together

ShortDef

to strike together

Debugging

Headword:
συγκροτέω
Headword (normalized):
συγκροτέω
Headword (normalized/stripped):
συγκροτεω
IDX:
82693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82694
Key:

Data

{'content': 'to strike together'}