Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκρημνίζω
συγκρητίζω
συγκρητισμός
σύγκριμα
συγκρίνω
σύγκρισις
συγκριτέον
συγκριτέος
συγκρίτης
συγκριτικός
σύγκριτος
συγκροτέω
συγκρότημα
συγκρότησις
συγκροτούσιος
σύγκρουμα
συγκρούσιος
σύγκρουσις
συγκρουστέον
συγκρουστικός
συγκρουστός
View word page
σύγκριτος
compact, firm
ShortDef
compact, firm
Debugging
Headword:
σύγκριτος
Headword (normalized):
σύγκριτος
Headword (normalized/stripped):
συγκριτος
IDX:
82692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82693
Key:
Data
{'content': 'compact, firm'}