Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συγκρέκω
συγκρημνίζω
συγκρητίζω
συγκρητισμός
σύγκριμα
συγκρίνω
σύγκρισις
συγκριτέον
συγκριτέος
συγκρίτης
συγκριτικός
σύγκριτος
συγκροτέω
συγκρότημα
συγκρότησις
συγκροτούσιος
σύγκρουμα
συγκρούσιος
σύγκρουσις
συγκρουστέον
συγκρουστικός
View word page
συγκριτικός
of or for compounding, comparative
ShortDef
of or for compounding, comparative
Debugging
Headword:
συγκριτικός
Headword (normalized):
συγκριτικός
Headword (normalized/stripped):
συγκριτικος
IDX:
82691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82692
Key:
Data
{'content': 'of or for compounding, comparative'}