Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκρατύνω
συγκρέκω
συγκρημνίζω
συγκρητίζω
συγκρητισμός
σύγκριμα
συγκρίνω
σύγκρισις
συγκριτέον
συγκριτέος
συγκρίτης
συγκριτικός
σύγκριτος
συγκροτέω
συγκρότημα
συγκρότησις
συγκροτούσιος
σύγκρουμα
συγκρούσιος
σύγκρουσις
συγκρουστέον
View word page
συγκρίτης
judge's assessor

ShortDef

judge's assessor

Debugging

Headword:
συγκρίτης
Headword (normalized):
συγκρίτης
Headword (normalized/stripped):
συγκριτης
IDX:
82690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82691
Key:

Data

{'content': "judge's assessor"}