Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκράτησις
συγκρατικός
σύγκρατος
συγκρατύνω
συγκρέκω
συγκρημνίζω
συγκρητίζω
συγκρητισμός
σύγκριμα
συγκρίνω
σύγκρισις
συγκριτέον
συγκριτέος
συγκρίτης
συγκριτικός
σύγκριτος
συγκροτέω
συγκρότημα
συγκρότησις
συγκροτούσιος
σύγκρουμα
View word page
σύγκρισις
a compounding

ShortDef

a compounding

Debugging

Headword:
σύγκρισις
Headword (normalized):
σύγκρισις
Headword (normalized/stripped):
συγκρισις
IDX:
82687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82688
Key:

Data

{'content': 'a compounding'}