Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκρατέω
συγκράτησις
συγκρατικός
σύγκρατος
συγκρατύνω
συγκρέκω
συγκρημνίζω
συγκρητίζω
συγκρητισμός
σύγκριμα
συγκρίνω
σύγκρισις
συγκριτέον
συγκριτέος
συγκρίτης
συγκριτικός
σύγκριτος
συγκροτέω
συγκρότημα
συγκρότησις
συγκροτούσιος
View word page
συγκρίνω
to compound

ShortDef

to compound

Debugging

Headword:
συγκρίνω
Headword (normalized):
συγκρίνω
Headword (normalized/stripped):
συγκρινω
IDX:
82686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82687
Key:

Data

{'content': 'to compound'}