Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύγκραμα
συγκραματικός
σύγκρασις
συγκρατέον
συγκρατέω
συγκράτησις
συγκρατικός
σύγκρατος
συγκρατύνω
συγκρέκω
συγκρημνίζω
συγκρητίζω
συγκρητισμός
σύγκριμα
συγκρίνω
σύγκρισις
συγκριτέον
συγκριτέος
συγκρίτης
συγκριτικός
σύγκριτος
View word page
συγκρημνίζω
throw down a precipice together

ShortDef

throw down a precipice together

Debugging

Headword:
συγκρημνίζω
Headword (normalized):
συγκρημνίζω
Headword (normalized/stripped):
συγκρημνιζω
IDX:
82682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82683
Key:

Data

{'content': 'throw down a precipice together'}