Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συγκουφίζω
συγκραδαίνω
σύγκραμα
συγκραματικός
σύγκρασις
συγκρατέον
συγκρατέω
συγκράτησις
συγκρατικός
σύγκρατος
συγκρατύνω
συγκρέκω
συγκρημνίζω
συγκρητίζω
συγκρητισμός
σύγκριμα
συγκρίνω
σύγκρισις
συγκριτέον
συγκριτέος
συγκρίτης
View word page
συγκρατύνω
strengthen, make firm

ShortDef

strengthen, make firm

Debugging

Headword:
συγκρατύνω
Headword (normalized):
συγκρατύνω
Headword (normalized/stripped):
συγκρατυνω
IDX:
82680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-82681
Key:

Data

{'content': 'strengthen, make firm'}